Τρίτη 1 Απριλίου 2014

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΣΕ ΑΜΕΣΟ ΚΙΝΔΥΝΟ: Καταναλώνουν ζάχαρη και πίνουν από πλαστικά και αλουμινένια κουτάκια

Η ζάχαρη «τοξική ακόμα και σε χαμηλές δόσεις»


Η ζάχαρη «τοξική ακόμα και σε χαμηλές δόσεις»



Η κατανάλωση ζάχαρης στο πείραμα ήταν αντίστοιχη με τη διατροφή που ακολουθεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού  
































Στολ Λέικ Σίτι, Γιούτα

Ποντίκια τα οποία
κατανάλωναν τη μέγιστη «ασφαλή» ποσότητα ζάχαρης έζησαν λιγότερο, απέκτησαν λιγότερους απογόνους και είχαν μειωμένη ικανότητα να υπερασπίζονται το χώρο τους, δείχνει μελέτη που ακολούθησε μια νέα μεθοδολογία.


Τις τελευταίες δεκαετίες η κατανάλωση ζάχαρης στις Δυτικές χώρες παρουσιάζει κατακόρυφη αύξηση, η οποία συνοδεύεται από μια επίσης απότομη αύξηση σε μεταβολικά νοσήματα όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και η συσσώρευση λίπους στο συκώτι.

Η ζάχαρη είναι πλέον το αντικείμενο μεγάλων επιδημιολογικών μελετών, οι οποίες όμως είναι δύσκολο να αποδείξουν ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση, λόγω των πολλών διατροφικών και άλλων παραγόντων που εμπλέκονται.

Επιπλέον, επισημαίνουν οι ερευνητές, οι μελέτες που πραγματοποιούνται σε πειραματόζωα χρησιμοποιούν υπερβολικά μεγάλες δόσεις ζάχαρης, οπότε δεν δίνουν πραγματική εικόνα για τη διατροφή του μέσου ανθρώπου.

Αυτή τη φορά οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Γιούτα επέλεξαν να μελετήσουν τις επιπτώσεις της ζάχαρης στη ζωή πειραματόζωων που ζούσαν σε ένα όσο γίνεται πιο φυσικό περιβάλλον. Μάλιστα προτίμησαν να μην χρησιμοποιήσουν τα «μαλθακά» ποντίκια εργαστηρίου και επέλεξαν να αιχμαλωτίσουν δύο άγρια ποντίκια, τα οποία ζευγάρωσαν και έδωσαν τελικά όλα τα πειραματόζωα της μελέτης.

Τα ποντίκια, αναφέρουν οι ερευνητές στο Nature Communications, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία ακολούθησε μια κανονική διατροφή και αποτέλεσε έτσι την ομάδα ελέγχου. Στη δεύτερη ομάδα, τα πειραματόζωα ακολούθησαν μια δίαιτα στην οποία το 25% των θερμίδων προερχόταν από ζάχαρη (για την ακρίβεια από γλυκόζη και φρουκτόζη, τα δύο συστατικά της ζάχαρης).

Το ποσοστό αυτό είναι το ανώτερο «ασφαλές» επίπεδο για την κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης το οποίο συνιστούν οι Εθνικές Ακαδημίες και το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ.

Περίπου το 13 με 25 τοις εκατό του πληθυσμού των ΗΠΑ παίρνουν σήμερα το 25% των θερμίδων τους από πρόσθετη ζάχαρη. Αυτό αντιστοιχεί χονδρικά σε μια διατροφή χωρίς ζάχαρη συν τρία κουτάκια ζαχαρούχου αναψυκτικού την ημέρα.

Αφού ακολούθησαν αυτή τη διατροφή για 26 εβδομάδες, τα πειραματόζωα απελευθερώθηκαν σε έναν χώρο που προσομοίωνε όσο γίνεται πιο πιστά το φυσικό τους περιβάλλον.

Η ομάδα της πολλής ζάχαρης δεν τα πήγε πολύ καλά στις 32 εβδομάδες παραμονής σε αυτό το χώρο: οι θάνατοι θηλυκών ποντικών ήταν συνολικά διπλάσιοι από ό,τι στην ομάδα ελέγχου, ενώ τα αρσενικά παρουσίαζαν μείωση του αριθμού απογόνων κατά 25%, καθώς και συρρίκνωση της περιοχής την οποία εξουσίαζαν κατά επίσης 25%.

Το περίεργο όμως είναι ότι, από τους επτά μεταβολικούς δείκτες που εξέτασαν οι ερευνητές, όπως το σωματικό βάρος και τα επίπεδα ινσουλίνης, οι πέντε δεν φάνηκαν να επηρεάζονται από την επιπλέον ζάχαρη.

Ωστόσο ο Ουέιν Ποτς, επικεφαλής της μελέτης, πιστεύει ότι η μελέτη των πειραματόζωων σε ένα περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού δίνει μια πιο πλήρη εικόνα για την υγεία τους από ό,τι οι σημερινές μέθοδοι μέτρησης βιολογικών παραμέτρων.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η μελέτη δεν προσφέρει αρκετά στοιχεία για τα αίτια θανάτου των θηλυκών ποντικών ώστε να συνδέσει τη ζάχαρη με ανθρώπινες παθήσεις.

Οι ερευνητές πάντως θεωρούν ότι τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά πειστικά: «Αν σας δείξω ότι κάτι βλάπτει τα ποντίκια, είστε σίγουροι ότι θέλετε να το βάλετε στο σώμα σας, πριν ακόμα εξετάσουμε αν το πρόβλημα αφορά μόνο τα ποντίκια;» διερωτάται ο Δρ Ποτς.


Χημικά σε συσκευασίες τροφίμων «παχαίνουν» τα παιδιά

Φθαλάτες και δισφαινόλη Α οι κύριοι ένοχοι σύμφωνα με τους ειδικούς

Χημικά σε συσκευασίες τροφίμων «παχαίνουν» τα παιδιά
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν για πολλοστή φορά οι επιστήμονες σχετικά με την επικινδυνότητα των φθαλατών και της δισφαινόλης Α για την υγεία μας

Λονδίνο 
Κίνδυνο παχυσαρκίας ή διαβήτη αντιμετωπίζουν τα παιδιά που εκτίθενται συχνά σε δύο χημικές ουσίες που εμπεριέχονται συνήθως σε πλαστικές και μεταλλικές συσκευασίες τροφίμων, υποστηρίζουν νέες αμερικανικές μελέτες.
Eρευνητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, στο πλαίσιο μελέτης τους, είδαν ότι τα υψηλά επίπεδα ενός συγκεκριμένου τύπου φθαλατών – που χρησιμοποιείται για να κάνει το πλαστικό πιο μαλακό – τα οποία εντόπισαν σε δείγματα ούρων, συνδέονταν με υψηλότερο κίνδυνο ινσουλινοαντίστασης σε εφήβους.
Σε δεύτερη μελέτη, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν διαπίστωσαν ότι η δισφαινόλη Α (BPA) – που χρησιμοποιείται στα πλαστικά μπουκάλιακα, στα αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικών κσι στις κονσέρβες τροφίμων – συνδεόταν με την παχυσαρκία και τις «ξεχειλωμένες» σιλουέτες των εφήβων.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου Λοιμώξεων, περίπου ένας στους έξι εφήβους στις ΗΠΑ είναι παχύσαρκος.
«Σίγουρα η ανθυγιεινή διατροφή και η έλλειψη σωματικής άσκησης αποτελούν τα κύρια αίτια της συγκεκριμένης κατάστασης. Ωστόσο, προκύπτουν συνεχώς ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι οι χημικές ουσίες του περιβάλλοντος συμβάλλουν στην ενίσχυση της παιδικής παχυσαρκίας» εξηγεί ο παιδίατρος δρ Λεονάρντο Τρασάντε, από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Η μελέτη για τις φθαλάτες
Ο δρ Τρασάντε και η ομάδα του προχώρησαν σε μετά-ανάλυση δεδομένων που είχαν προκύψει από έρευνα μεγάλης κλίμακας γύρω από την υγεία και τη διατροφή και η οποία είχε πραγματοποιηθεί στο διάστημα 2003-2008. Σε αυτήν, είχαν καταγραφεί αναλύσεις από δείγματα ούρων και αίματος συνολικά 766 εφήβων ηλικίας 12-19 ετών.
Διαπίστωσαν λοιπόν, ότι η ανίχνευση ενός συγκεκριμένου τύπου φθαλατών, γνωστός ως DEHP (Di-2-ethylhexylphalate) στα ούρα, συνδεόταν άμεσα με τον κίνδυνο ινσουλινοαντίστασης στους συγκεκριμένους εφήβους – μια κατάσταση που αποτελεί προάγγελο του διαβήτη.
Οι ερευνητές παρόλα αυτά δεν υποστηρίζουν ότι τα ευρήματα αυτά αποδεικνύουν ότι η κατανάλωση συσκευασμένων τροφίμων οδηγεί σε ινσουλινοαντίσταση. Είναι πιθανό, εξηγούν, κάποια παιδιά που εμφανίζουν ήδη ινσουλινοαντίσταση να ακολουθούν ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες με αποτέλεσμα να καταναλώνουν συχνά συσκευασμένα τρόφιμα και για τον λόγο αυτόν να συγκεντρώνουν υψηλότερα επίπεδα φθαλατών στα ούρα τους.
Ο δρ Τρασάντε ωστόσο, υπογραμμίζει ότι οι φθαλάτες ενδεχομένως να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο εκκρίνεται η ορμόνη ινσουλίνη. «Συνιστώ στους γονείς να αποφεύγουν την αγορά πλαστικών που περιέχουν DEHP. Ακόμα, δεν θα πρέπει να πλένουν πλαστικά δοχεία στο πλυντήριο πιάτων, ενώ όταν αυτά έχουν φθαρεί θα πρέπει να καταλήγουν στα σκουπίδια» αναφέρει ο ίδιος.
Η μελέτη για τη δισφαινόλη Α
Από την άλλη πλευρά, οι ειδικοί του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν προχώρησαν σε μετά-ανάλυση της ίδιας διατροφικής μελέτης με σκοπό να συγκρίνουν τα επίπεδα δισφαινόλης Α (BPA) στα ούρα παιδιών και εφήβων ηλικίας 6-18 ετών.
Όπως αναφέρουν με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό έντυπο «Pediatrics», αναλύοντας δεδομένα συνολικά 3.370 παιδιών, είδαν ότι η δισφαινόλη Α - χημική ουσία που μιμείται τα οιστρογόνα «ξεγελώντας» τους υποδοχείς τους – δεν συνδεόταν με ινσουλινοαντίσταση.
Τα παιδιά, ωστόσο, που έφεραν υψηλά επίπεδα BPA στα ούρα τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα, ή έτειναν να έχουν δυσανάλογες αναλογίες μέσης-ύψους, συγκριτικά με τα υπόλοιπα.
 Newsroom ΔΟΛ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου